μυξίνη

μυξίνη
και μυξίνα, η
ζωολ. γένος θαλάσσιων κυκλόστομων αγνάθων τής οικογένειας myxinidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myxine (< μυξίνος* < μύξα). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυξινοειδή — τα ζωολ. τάξη κυκλόστομων άγναθων θαλασσόβιων σπονδυλωτών που περιλαμβάνει γένη στα οποία το στόμα βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια τής κεφαλής και στο χείλος τους έχουν τέσσερα ζεύγη κεραιών και λίγα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”